σαπωνοποιός

σαπωνοποιός
ο мыловар

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σαπωνοποιός" в других словарях:

  • σαπωνοποιός — και σαπουνοποιός, ο, Ν παρασκευαστής σαπουνιών, σαπουνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων / σαπούνι + ποιός*. Ο τ. σαπωνοποιός μαρτυρείται από το 1850 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • σαπουνοποιός — ο, Ν βλ. σαπωνοποιός …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποιία — και σαπουνοποιία, η, Ν [σαπωνοποιός / σαπουνοποιός] 1. το σύνολο τών σαπωνοποιείων 2. η τέχνη και το επάγγελμα τού σαπωνοποιού 3. εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποιείο — και σαπουνοποιείο, το, Ν εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών, σαπουνάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπουνοποιός / σαπωνοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σαπωνοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποιώ — και σαπουνοποιώ Ν μετατρέπω λιπαρές ουσίες σε σάπωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπωνοποιός / σαπουνοποιός. Ο τ. σαπωνοποιῶ μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»